- τιμήσεως
- τιμήσεω̆ς , τίμησιςholding valuablefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek